Το δέντρο μοσχοκάρυδο είναι ένα από τα διάφορα είδη δέντρων του γένους Myristica, Μυριστικοειδών. Το πιο σημαντικό εμπορικό είδος είναι το Myristica fragrans, ένα αειθαλές δέντρο ιθαγενές στην νησιά Μπάντα των Μολούκες (ή νησιά Spice) της Ινδονησίας. Το δέντρο μοσχοκάρυδο είναι σημαντικό για δύο μπαχαρικά που προέρχονται από τον καρπό του: το μοσχοκάρυδο (nutmeg)και το μασίς (mace). Το μοσχοκάρυδο είναι ο σπόρος του δέντρου, περίπου σε σχήμα αυγού και 20 έως 30 χιλ. σε μήκος και 15 έως 18 χιλ. σε πλάτος, ζυγίζει μεταξύ 5 και 10 γρ. αποξηραμένο, ενώ το μασίς είναι η αποξηραμένη "δαντελωτή" κοκκινωπή κάλυψη ή περικάρπιο του σπόρου. (Το μασίς αφαιρείται πριν από το σπάσιμο του κελύφους και χρησιμοποιείται μετά από κονιοποίηση ως μπαχαρικό στον αρωματισμό κυρίως των τυριών). Η πρώτη συγκομιδή του μοσχοκάρυδου γίνεται 7-9 χρόνια μετά τη φύτευση, και τα δέντρα φτάνουν το μέγιστο της παραγωγής τους μετά τα 20 χρόνια. Το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται συνήθως σε μορφή σκόνης. Αυτός είναι ο μόνος τροπικός καρπός που είναι πηγή δύο διαφορετικών μπαχαρικών. Το βότανο δρα ως άφυσο, πεπτικό, τονωτικό, σπασμολυτικό, αντιεμετικό, διεγερτικό της όρεξης και αντιφλεγμονώδες. Τον καρπό τον χρησιμοποιούμε ως γιατρικό του πεπτικού για την ναυτία, τον έμετο, τη διάρροια, ιδίως αν οφείλεται σε τροφική δηλητηρίαση. Το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία, στη μαγειρική, στον αρωματισμό των λουκάνικων και κρεάτων, σε διάφορες σάλτσες αλλά και λικέρ. Από τη σύνθλιψη του βγαίνει έλαιο που ονομάζεται βούτυρο του μοσχοκάρυδου. Έχει χρήσεις στη φαρμακευτική, στη σαπωνοποιία και την αρωματοποιία.
Δεν υπάρχουν σχόλια για αυτό το προιόν.